αυτόκλειστο(ν)

αυτόκλειστο(ν)
το см. αυτόκαυστο[ν]

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αυτόκλειστο(ν)" в других словарях:

  • αυτόκαυστο — το (Μ αὐτόκαυστος, ον) νεοελλ. το αυτόκλειστο μσν. αυτός που κάηκε από μόνος του …   Dictionary of Greek

  • αυτόκλειστος — η, ο 1. αυτός που κλείνει από μόνος του 2. (για λέβητες και χύτρες) εκείνος του οποίου το σκέπασμα κλείνει ερμητικά από μέσα με την εσωτερική πίεση του ατμού 3. το ουδ. ως ουσ. αυτόκλειστο δοχείο για τη διεξαγωγή χημικών αντιδράσεων που κλείνει… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»